Querida novela: me desperté a la madrugada con el canto de los gallos y con una urgencia, la de seguir durmiendo, pero me dije que era en vano, que así como no se puede ir en busca de la escritura, sino dejar que la escritura lo encuentre a uno, tampoco se puede ir en busca del sueño, y que lo mismo vale para los amantes. Los que nos preocupamos por el sueño escaso tenemos el cansancio arraigado, ese que deriva naturalmente de dormir poco, pero también de la preocupación misma, y así nos consumimos, como uróboros del desvelo. Me despierto pensando en dormir cuando en realidad debería dejar de pensarlo y sentarme a escribirlo, para que el sueño no me pierda el paso y que, una vez llegados él y yo al mundo de los vivos —habiendo yo burlado mi impaciencia orfeica— por fin me alcance. Por eso te escribo, novela.
[...]
Bostezo y me tapo un poco; los brazos no, querida novela, los necesito afuera de la frazada para poder seguir escribiéndote. Otro bostezo. Afuera, los gallos. También empiezan a escucharse los pájaros, señal de que el mal anunciado, la luz, es inminente, señal de que la preocupación por volver a conciliar el sueño se hará más intensa, señal de que ya no dormiré. Escribí poco más de una carilla y ya no sé si es correcto decir “poco más de” o “poco más que”. Quizás la respuesta la tengan los gallos, o los grillos, que también se escuchan, porque todavía no es de día, pero tampoco es completamente de noche, sino esa cosa tan ajena a lo consolidado que es el devenir. Son las 6:00 de uno de los pocos días que le quedan al verano, y pensar todo esto, escribirlo y no dormirme me va a haber llevado en total una hora, y me conmuevo, porque en esa frase verbal se plasma la magia del lenguaje, la intromisión del pasado en el futuro, o la del canto de los grillos en el despuntar del día, y el de los gallos, en la muerte de la noche. | Αγαπητό μυθιστόρημα: Ξύπνησα τα ξημερώματα με το λάλημα των πετεινών και με μια επείγουσα ανάγκη, να συνεχίσω να κοιμάμαι, μα είπα στον εαυτό μου ότι ήταν ανώφελο, ότι όπως δε γίνεται να αναζητάς τη συγγραφή, αλλ' αφήνεις τη συγγραφή να σε βρει, έτσι δεν μπορείς να γυρεύεις ούτε τον ύπνο, και πως το ίδιο ισχύει και για τους εραστές. Όσοι ανησυχούμε για την έλλειψη ύπνου έχουμε μια βαθιά ριζωμένη κόπωση, εκείνη που προκύπτει φυσικά από το λιγοστό ύπνο, αλλά και από την ίδια την ανησυχία, κι έτσι μας κατατρώει, σαν ουροβόρος της αϋπνίας. Ξυπνάω και σκέφτομαι να κοιμηθώ, ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε να σταματήσω να το σκέφτομαι και να καθίσω να το γράψω, ώστε ο ύπνος να μη χάσει το ρυθμό μου και, μόλις αυτός και εγώ φτάσουμε στον κόσμο των ζωντανών – έχοντας η ίδια ξεγελάσει την ορφική μου ανυπομονησία – να με προφτάσει τελικά. Γι’ αυτό σου γράφω, μυθιστόρημα. [...] Χασμουριέμαι και σκεπάζομαι λίγο· τα χέρια μου όχι, αγαπητό μυθιστόρημα, τα χρειάζομαι έξω από την κουβέρτα για να μπορέσω να συνεχίσω να σου γράφω. Κι άλλο χασμουρητό. Έξω, οι πετεινοί. Αρχίζουν να ακούγονται επίσης τα πουλιά, σημάδι ότι το προαναγγελθέν κακό, το φως, πλησιάζει, σημάδι ότι η ανησυχία να ξανακοιμηθώ θα γίνει εντονότερη, σημάδι ότι δε θα κοιμηθώ πια. Έγραψα λίγο περισσότερο από μία σελίδα και δεν ξέρω πλέον αν είναι σωστό να πω «λίγο περισσότερο από» ή «λίγο περισσότερο απ’ ό,τι». Ίσως να έχουν την απάντηση οι πετεινοί ή τα τριζόνια, που επίσης ακούγονται, γιατί δεν είναι ακόμα μέρα, ούτε όμως και εντελώς νύχτα, αλλά αυτό το πράγμα το τόσο ξένο προς το παγιωμένο που συνιστά το γίγνεσθαι. Είναι 6:00 το πρωί μιας απ’ τις λίγες μέρες που απέμειναν στο καλοκαίρι, και το να τα σκεφτώ όλα αυτά, να τα γράψω και να μην αποκοιμηθώ θα μου έχει πάρει συνολικά μια ώρα, και συγκινούμαι, γιατί σ’ αυτήν τη ρηματική φράση αποτυπώνεται η μαγεία της γλώσσας, η παρεμβολή του παρελθόντος στο μέλλον, ή του τραγουδιού των τριζονιών στην αυγή της ημέρας, κι εκείνου των πετεινών, στο θάνατο της νύχτας. |