Glossary entry (derived from question below)
English term or phrase:
inlay
Greek translation:
ένθετο, ένθεμα, ένθεση
Added to glossary by
Vicky Papaprodromou
Jun 26, 2007 07:08
16 yrs ago
English term
inlay (n), (adj)
English to Greek
Tech/Engineering
Computers: Software
Πρόκειται για το λογισμικό του LabelPrint.
LabelPrint is a specialized tool for creating and printing various types of CD/DVD labels including disc labels, jewel-case cover sheets, and jewel-case ***inlays***. Using the pleasing, built-in background images, you can easily create and print your own professional-looking disc labels in the blink of an eye.
CD case inlay sheet
Disc Inlay
Plain Inlay
Υποψιάζομαι ότι έχει σχέση με ένθεμα, ένθετο ή κάτι τέτοιο, αλλά τι ακριβώς είναι και πώς μπορεί να αποδοθεί σωστά;
Ευχαριστώ.
LabelPrint is a specialized tool for creating and printing various types of CD/DVD labels including disc labels, jewel-case cover sheets, and jewel-case ***inlays***. Using the pleasing, built-in background images, you can easily create and print your own professional-looking disc labels in the blink of an eye.
CD case inlay sheet
Disc Inlay
Plain Inlay
Υποψιάζομαι ότι έχει σχέση με ένθεμα, ένθετο ή κάτι τέτοιο, αλλά τι ακριβώς είναι και πώς μπορεί να αποδοθεί σωστά;
Ευχαριστώ.
Proposed translations
(Greek)
3 +7 | ένθετο, ένθεμα, ένθεση | Vicky Papaprodromou |
Change log
Jun 26, 2007 17:02: Vicky Papaprodromou changed "Edited KOG entry" from "<a href="/profile/92236">Michalis Bertsas's</a> old entry - "inlay (n), (adj)"" to ""ένθετο, ένθεμα, ένθεση""
Proposed translations
+7
21 mins
Selected
ένθετο, ένθεμα, ένθεση
Σύμφωνα με τα γλωσσάρια της MS είναι «ένθεση/ένθεμα» και κάπου στα ίδια προσανατολίζεται και το ΙΑΤΕ.
Σύμφωνα με το ΛΚΝ (http://www.komvos.edu.gr/dictionaries/dictonline/DictOnLineT...
ένθετος -η -ο [énθetos] E5 : 1.για πράγμα που το έχουν βάλει μεταξύ άλλων τα οποία αποτελούν σειρά ή σύνολο, ως κάτι το επιπλέον ή το πρόσθετο, ώστε να διατηρεί την αυτοτέλειά του· (πρβ. εμβόλιμος): Ένθετο δεκαεξασέλιδο / τεύχος / φύλλο. Ένθετες εικόνες. Ένθετοι γεωγραφικοί χάρτες, που βρίσκονται μέσα στις αριθμημένες σελίδες εντύπου. || (ως ουσ.) το ένθετο, έντυπο που το έχουν βάλει μέσα σε άλλο και που διατηρεί την αυτοτέλειά του. 2. τοποθετημένος ή προσαρμοσμένος με ένθεση, επάνω και μέσα σε κτ.: Ένθετο κόσμημα. [λόγ. < αρχ. ἔνθετος]
Προσωπικά προτιμώ το ΕΝΘΕΤΟ.
Σύμφωνα με το ΛΚΝ (http://www.komvos.edu.gr/dictionaries/dictonline/DictOnLineT...
ένθετος -η -ο [énθetos] E5 : 1.για πράγμα που το έχουν βάλει μεταξύ άλλων τα οποία αποτελούν σειρά ή σύνολο, ως κάτι το επιπλέον ή το πρόσθετο, ώστε να διατηρεί την αυτοτέλειά του· (πρβ. εμβόλιμος): Ένθετο δεκαεξασέλιδο / τεύχος / φύλλο. Ένθετες εικόνες. Ένθετοι γεωγραφικοί χάρτες, που βρίσκονται μέσα στις αριθμημένες σελίδες εντύπου. || (ως ουσ.) το ένθετο, έντυπο που το έχουν βάλει μέσα σε άλλο και που διατηρεί την αυτοτέλειά του. 2. τοποθετημένος ή προσαρμοσμένος με ένθεση, επάνω και μέσα σε κτ.: Ένθετο κόσμημα. [λόγ. < αρχ. ἔνθετος]
Προσωπικά προτιμώ το ΕΝΘΕΤΟ.
4 KudoZ points awarded for this answer.
Comment: "Ευχαριστώ, Βίκυ."
Something went wrong...